- λεία
- Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου.
δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον πόλεμο στην ξηρά παλαιότερα δεν γινόταν διάκριση αγαθών της ιδιοκτησίας του ίδιου του εχθρικού κράτους και αγαθών που ανήκαν στους υπηκόους του. Αργότερα, το διεθνές δίκαιο περιόρισε το δικαίωμα της λ. (όχι πάντοτε με πρακτικά αποτελέσματα) και κήρυξε το κατ’ αρχήν απαραβίαστο της ιδιωτικής περιουσίας, το οποίο ανέχεται μόνο την κατάληψη των μέσων διεξαγωγής του πολέμου και των αντικειμένων που συνδέονται στενά με τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στους ναυτικούς πολέμους, έως την εποχή της λεγόμενης δήλωσης των Παρισίων (16 Απριλίου 1856), κάθε εχθρικό και ιδιωτικό πλοίο, καθώς και τα φορτία τους, ήταν υποκείμενα σε σύλληψη και δήμευση· πλοία του εμπόλεμου, ακόμα και όσα έπλεαν υπό ουδέτερη σημαία, εφοδιάζονταν με ειδική άδεια του εμπόλεμου κράτους (καταδρομικά έγγραφα, lettres de marque) και προέβαιναν σε συλλήψεις. Η δήλωση των Παρισίων περιόρισε αυτό το δικαίωμα μόνο στα πλοία με σημαία του εμπόλεμου. Ως προς το φορτίο, κατά τη δήλωση αυτή, «η ουδέτερη σημαία καλύπτει και το εχθρικό εμπόρευμα», και «ουδέτερο φορτίο υπό εχθρική σημαία δεν μπορεί να κατασχεθεί». Το εχθρικό σκάφος συλλαμβάνεται και το φορτίο του μπορεί να κατασχεθεί σε οποιοδήποτε σημείο του θεάτρου των θαλάσσιων πολεμικών επιχειρήσεων· η σύλληψη αποκλείεται μόνο στην αιγιαλίτιδα ζώνη των ουδέτερων. Στα πλοία που βρίσκονται σε εχθρικό λιμάνι τη στιγμή της κήρυξης του πολέμου παρέχεται προθεσμία (indult) εγκατάλειψής τους. Όσα πλοία έχουν ξεκινήσει από το λιμάνι τους πριν από την έναρξη του πολέμου και βρίσκονται στην ανοιχτή θάλασσα αγνοώντας την κήρυξή του, μπορούν να συλληφθούν, όχι όμως και να δημευτούν. Το πλοίο που συλλαμβάνεται οδηγείται σε λιμάνι· μπορεί και να καταστραφεί σε περίπτωση ανώτερης βίας και ανάγκης, αφού τεθούν σε ασφάλεια το πλήρωμα, οι επιβάτες και τα έγγραφα που βρίσκονται σε αυτό. Απαραβίαστη είναι η ταχυδρομική αλληλογραφία, επίσημη και ιδιωτική, που πρέπει να αποσταλεί στον τόπο του προορισμού της.
Κανόνες του διεθνούς δικαίου χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό του πλοίου ή του φορτίου ως εχθρικού. Για τον έλεγχο της νομιμότητας της λ. και, σε περίπτωση ακυρότητας, για την αναγνώριση αποζημιώσεων κλπ. έχει ιδρυθεί ειδικό δικαστήριο λ., το οποίο όμως έχει δημιουργήσει επιφυλάξεις συνταγματικής υφής, με αποτέλεσμα να μην έχει λειτουργήσει ποτέ.
* * *(I)η (Α λεία, ιων. τ. ληΐη, δωρ. τ. λαία και λᾴα)1. αντικείμενο ή προϊόν διαρπαγής («το νοικοκυριό του έγινε λεία τών συγγενών του)2. τα λάφυρα που περιέρχονται στον νικητή μετά από πολεμική επιχείρηση («καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες», Θουκ.)νεοελλ.1. θήραμα που πιάστηκε και κατασπαράχθηκε από σαρκοφάγο ζώο2. διεθν. δίκ. κινητή κατά θάλασσαν ιδιωτική περιουσία που συλλαμβάνεται και κατάσχεται και ειδικότερα κάθε πλοίο που πλέει στην ανοιχτή θάλασσα ή στα χωρικά ύδατα εμπολέμων, εκτός από τα παράκτια αλιευτικά, τα επιβατηγά, τα νοσοκομειακά, τα επιστημονικά και τα ναυαγοσωστικά, και που ανήκει στον αντίπαλο ή σε ουδέτερο κράτος που ανεφοδιάζει τον αντίπαλο, σε αντιδιαστολή με το λάφυρο, που θεωρείται η δημόσια περιουσία, αλλ. σύληαρχ.1. αρπαγή, πλιάτσικο («καὶ τὴν χώραν καταδρομαῑς λείαν ἐποιεῑτο», Θουκ.)2. λαφυραγώγηση («ζώουσι δὲ ἀπὸ ληΐης τε καὶ πολέμου», Ηρόδ.)3. (για κυνηγό) το θήραμα («οὐ παρῶν κυνηγέταις αἱροῡσι λείαν οὐδὲ συγκαμὼν δουρί», Ευρ.)4. τα κλοπιμαία5. αγέλη, κοπάδι, πρόβατα («ἦν δὲ καὶ λείας παντοδαπῆς πλῆθος» Διόδ.)6. παροιμ. «Μυσῶν λεία» — λεγόταν για κάθε πράγμα που μπορούσε να ληστευθεί χωρίς τιμωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. λεία < *λήF-ια < *λάFια, με βράχυνση τής μακρόφωνης διφθόγγου (πρβλ. ληιτουργώ > λειτουργώ) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *lau- «λαφυραγωγώ, παίρνω» και συνδέεται με το λαύω (βλ. απολαύω) και πιθ. με το λαός. Ο παρλλ. τ. ληΐς, -ίδος ανάγεται σε *lāF-ıδ. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. ra-wi-ya-ya «αιχμάλωτες», ως παρ. τού λεία.————————(II)λεία, ἡ (Α)εργαλείο τών γλυπτών για λείανση τής επιφάνειας τών λίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. λείος·*].
Dictionary of Greek. 2013.